Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κακὸς δαίμων

См. также в других словарях:

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • πόθεν — ΝΜΑ, και ιων. τ. κόθεν, Α επίρρ. νεοελλ. φρ. «πόθεν έσχες» δημόσιος κοινωνικός έλεγχος αξιωματούχου που διαχειρίστηκε δημόσιο χρήμα ή καθενός που πλούτισε ξαφνικά χωρίς εμφανείς πόρους αρχ. 1. από ποιο τόπο, από πού; (α. «εἰρώτα δὴ ἔπειτα, τίς… …   Dictionary of Greek

  • σκευοδαίμων — ὁ, ΜΑ το κακό πνεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scaevus «αριστερός, κακός» + δαίμων «θεότητα, πνεύμα»] …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Daemon (classical mythology) — For other uses, see Daemon (disambiguation). This article is about the semi divine beings in classical mythology. For other uses, see Daemon. The words dæmon and daimôn are Latinized spellings of the Greek δαίμων , a reference to the daemons of… …   Wikipedia

  • ενταύθα — (AM ἐνταῡθα, Α ιων. τ. ἐνθαῡτα και ἐντοῡθα) επίρρ. (για τόπο) εδώ, στο ίδιο μέρος αρχ. μσν. σ αυτόν τον υλικό κόσμο (αντιθ. εκεί ο ιδεώδης κόσμος) αρχ. 1. (με ρήμ. κινήσεως) προς τα εδώ («μηδέ σε δαίμων ἐνταῡθα τρέψειε», Ομ. Ιλ.) 2. (με γεν.… …   Dictionary of Greek

  • κακοδαίμων — ον (AM κακοδαίμων, κακόδαιμον) αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής || (μσν. αρχ.) το αρσ. ως ουσ. ὁ κακοδαίμων πονηρό πνεύμα, κακός δαίμονας αρχ. αυτός που κατέχεται από κακό δαίμονα, από πονηρό πνεύμα. επίρρ... κακοδαιμόνως (Α) με κακοδαίμονα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»